φυτοτρόφος

φυτοτρόφος
-ον, ΜΑ
αυτός που τρέφει τα φυτά («τὴν ἕως δ' ποδῶν γῆν φυτοτρόφον εἶναι νόμιζε», Γεωπ.)
μσν.
μτφ. αυτός που προάγει κάτι («ἔμψυχος ἦν παράδεισος χαρίτων φυτοτρόφος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -τρόφος (< τροφός), πρβλ. ἱππο-τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργ. σημ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • φυτοτροφία — ἡ, Μ [φυτοτρόφος] η καλλιέργεια και περιποίηση τών φυτών …   Dictionary of Greek

  • φυτοτροφούμαι — έομαι, Α [φυτοτρόφος] (για φυτό) καλλιεργούμαι, αναπτύσσομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”